- παραπραξία
- ηιατρ. νευροψυχική διαταραχή που έχει ως σύμπτωμα τό να κάνει ο ασθενής άλλη πράξη από εκείνην που θέλει ή να μην αναγνωρίζει ένα αντικείμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parapraxia < παρ(α)-* + πράξη].
Dictionary of Greek. 2013.